Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τὰ κλήματα

См. также в других словарях:

  • κλήματα — κλή̱ματα , κλῆμα twig neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OSCHOPHORIA — festa Atheniensium, hanc ob causam instituta. Athenienses ob caedem Androgeo, Cretensibus ad 9. Ann. poenae causâ 7. adolescentes, totidemque puellas, oraculi iussu, pendere cogebantur. Cumque tertia pensio iam exigeretur, Theseus cum reliquis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • розга — укр. рiзка, блр. роска, др. русск. розга, русск. цслав. разга, ст. слав. розга (Остром., Зогр., Мар.), рождиѥ, собир. (Ассем., Савв.), также раждиѥ κλήματα (Остром., Зогр., Мар.; см. Дильс, Aksl. Gr. 93), болг. розга, сербохорв. ро̏зга колышек,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PALMES — proprie de palmarum virgis, quae Graecis σπάθαι, et κλήματα, quod in modum palmae humanae virgulas, quasi digitos, edat: inde ad vites vox translata. Hinc de Iunone Bacchi Herculisque insignia sibi vindicante, Tertullian. l. de Corona mil. Iunoni …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αγουροφυτεύω — (κυρίως για αμπέλια) φυτεύω πρόωρα κλήματα σε νέα φυτεία αμέσως μετά την αποκοπή τους, χωρίς να τά θάψω προηγουμένως σε λάκκο για να ριζοβολήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + φυτεύω. ΠΑΡ. αγουροφύτι] …   Dictionary of Greek

  • αθειάφιστος — η, ο [θειαφίζω] αυτός που δεν θειαφίστηκε, που δεν πασπαλίστηκε με θειάφι (συνήθως για τα κλήματα) …   Dictionary of Greek

  • αμπελοφάγος — ον (Α ἀμπελοφάγος) αυτός που τρώει, που καταστρέφει τα κλήματα ή τα φύλλα τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + φάγος, ἔφαγον, αορ. β τού ἐσθίω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»