-
1 κλήματα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλήματα
-
2 αμπελινος
1) виноградный(καρπός, οἶνος Her.; φύλλα Arst.; βακτηρία Polyb.; κλήματα Plut.)
2) ирон. преданный вину, хмельной(γρῆϋς Anth.)
-
3 ανατεμνω
1) разрезать, рассекать(νεκρόν Her., Plut.)
2) отрезать, отсекать(τὰ κλήματα Aeschin.)
3) растерзывать(ἀνατεμνόμενος ὑπὸ τοῦ ὀρνέου, sc. Προμηθεύς Luc.)
-
4 ευθαλεω
-
5 κλημα
- ατος τό [κλάω II]1) побег (отломанный для прививки), черенок Xen., Arst.2) ветвь(ἀμπέλου Plat., NT.)
3) (лат. vitis) трость римского центуриона Plut.4) перен. молодой побег, молодая сила(τὰ κλήματα τοῦ δήμου Dem.)
-
6 συγκλαω
Iатт. Luc. = συγκλαίω См. συγκλαιωIIразбивать, ломать(κλήματα Arph.)
κάμπτεσθαι καὴ συγκλᾶσθαι Plat. — гнуться и ломаться;ἥ συγκλωμένη (sc. γραμμή) Arst. — ломаная линия;τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. — душевно надломленные -
7 χαραξ
1) тычина, подпорка Arph., Thuc., Plut.ταῖς χάραξι περιπλέκειν τὰ κλήματα Luc. — обвивать молодые побеги вокруг тычин;
ἐξηπάτησεν ἥ χ. τέν ἄμπελον погов. Arph. — тычина обманула лозу, т.е. опора оказалась ненадежной2) жердь, кол Arph., Dem.; собир. кольяκόπτειν χάρακα Polyb. — рубить (заготовлять) колья
3) обнесенное частоколом место, вал с частоколом, укрепленный лагерь Men., Dem., Polyb., Plut., Diod.
См. также в других словарях:
κλήματα — κλή̱ματα , κλῆμα twig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OSCHOPHORIA — festa Atheniensium, hanc ob causam instituta. Athenienses ob caedem Androgeo, Cretensibus ad 9. Ann. poenae causâ 7. adolescentes, totidemque puellas, oraculi iussu, pendere cogebantur. Cumque tertia pensio iam exigeretur, Theseus cum reliquis… … Hofmann J. Lexicon universale
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
розга — укр. рiзка, блр. роска, др. русск. розга, русск. цслав. разга, ст. слав. розга (Остром., Зогр., Мар.), рождиѥ, собир. (Ассем., Савв.), также раждиѥ κλήματα (Остром., Зогр., Мар.; см. Дильс, Aksl. Gr. 93), болг. розга, сербохорв. ро̏зга колышек,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
PALMES — proprie de palmarum virgis, quae Graecis σπάθαι, et κλήματα, quod in modum palmae humanae virgulas, quasi digitos, edat: inde ad vites vox translata. Hinc de Iunone Bacchi Herculisque insignia sibi vindicante, Tertullian. l. de Corona mil. Iunoni … Hofmann J. Lexicon universale
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
αγουροφυτεύω — (κυρίως για αμπέλια) φυτεύω πρόωρα κλήματα σε νέα φυτεία αμέσως μετά την αποκοπή τους, χωρίς να τά θάψω προηγουμένως σε λάκκο για να ριζοβολήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + φυτεύω. ΠΑΡ. αγουροφύτι] … Dictionary of Greek
αθειάφιστος — η, ο [θειαφίζω] αυτός που δεν θειαφίστηκε, που δεν πασπαλίστηκε με θειάφι (συνήθως για τα κλήματα) … Dictionary of Greek
αμπελοφάγος — ον (Α ἀμπελοφάγος) αυτός που τρώει, που καταστρέφει τα κλήματα ή τα φύλλα τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + φάγος, ἔφαγον, αορ. β τού ἐσθίω] … Dictionary of Greek